εμβρυογενής

εμβρυογενής
ης, ες эмбриогенный;

εμβρυογενής υμήν — оболочка плода


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμβρυογενής" в других словарях:

  • εμβρυογενής — ές αυτός που γεννιέται ή σχηματίζεται μαζί με το έμβρυο …   Dictionary of Greek

  • χόριο — το / χόριον, ΝΜΑ ο τελευταίος προς τα έξω υμένας που περιβάλλει το έμβρυο νεοελλ. 1. (εμβρυολ. ανατ.) ο εξώτατος εμβρυογενής υμένας τού εμβρύου, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον βλεννογόνο τής μήτρας 2. ανατ. α) το πυκνό και ανθεκτικό στρώμα τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»